- ποικιλομόρφων
- ποικιλόμορφοςvariegatedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERFUSUM — Salgulum, apud Treellium Pollionem in Trig. Tyr. c. 30. ubi de Zenobia, post Odenatum maritum Imperialis sagulô perfusô per hummeros habitu; Salmasio est βαπτὴ χλαμύς. Persusam certe purpura vestem Latinidicunt τὴν πορφυροβαφῆ. Virgilius:… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάλατος — Τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Φαλήρου, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού. Τον Απρίλιο του 1827 έγινε εκεί σφοδρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στη μάχη έλαβαν μέρος πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που είχε καταστρώσει… … Dictionary of Greek
καλσεολάρια — Γένος ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στη Νότια Αμερική. Έχουν ανοιχτοπράσινα, εναλλασσόμενα ή αντίθετα, ωοειδή, μαλακά και χνουδωτά φύλλα. Είναι καλλωπιστικά φυτά και καλλιεργούνται στη γλάστρα… … Dictionary of Greek